- μισθοπιπράσκω
- μισθοπιπράσκω (Α)πουλώ με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος, εκμισθώνω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η εκμίσθωση να ισοδυναμεί με πώληση με δόσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πιπράσκω «πουλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.